συναπέφθισαν

συναπέφθισαν
σύν-ἀποφθίνω
perish utterly
aor ind act 3rd pl
συναπέφθῑσαν , σύν-ἀποφθίνω
perish utterly
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναποφθίνω — Α 1. καταστρέφω, εξολοθρεύω κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο («παῑδά τε καὶ γενέτειραν ὁμῇ συναπέφθισαν ἄτῃ», Οππ.) 2. μέσ. συναποθνήσκω («δελφῑνι νέῳ συναπέφθιτο μήτηρ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφθίνω «εξολοθρεύω, αφανίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”